γλυκύτερος

γλυκύτερος
γλυκύς
sweet to the taste
masc nom sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρχύτερος — η, ο 1. ο προγενέστερος 2. επίρρ. αρχύτερα πιο γρήγορα, νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + ύτερος (πρβλ. κοντύτερος, μεγαλύτερος, πρωτύτερος), κατάλ. συγκρ. επιθ. από συγκριτικά επίθετα σε υς (πρβλ. βαθύς βαθύτερος, βαρύς βαρύτερος, γλυκύς γλυκύτερος …   Dictionary of Greek

  • φρουκτόζη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση, μέλος τής ομάδας τών υδατανθράκων που είναι γνωστοί ως απλά σάκχαρα ή μονοσακχαρίτες, θεωρούμενη ως ο γλυκύτερος από όλους, η οποία απαντά στη φύση σε ελεύθερη κατάσταση ή, συνηθέστερα, συνοδεύοντας τη γλυκόζη στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”